Ο ΠΑΣΑΠ φιλοξενεί σήμερα στην επίσημη ιστοσελίδα του την Ελληνίδα αθλήτρια, Εύα Χαντάβα. Η διεθνής με την Εθνική μας Ομάδα ακραία αγωνίζεται φέτος στον ΠΑΟΚ, επιστρέφοντας στη χώρα μας μετά από μία επταετία. Έχοντας ξεκινήσει από τον Γ.Σ. Γρεβενών της γενέτειράς της, αποκτήθηκε από τον Ηρακλή, στη συνέχεια από τον Ολυμπιακό για να ακολουθήσουν κατά σειρά η ιταλική Fontanellato, η τούρκικη Karsiyaka, ο Φ.Ο. Βριλησσίων, η 3BB Nakornnont της Ταϊλάνδης, η Lokomotiv Baku από το Αζερμπαϊτζάν, η CSM Targoviste της Ρουμανίας, η βραζιλιάνικη Fluminense και η Bandung Bank της Ινδονησίας. Η Εύα Χαντάβα αποκλειστικά στο pasap.eu: - Μετά από αρκετό καιρό στο εξωτερικό, επέστρεψες στην Ελλάδα για να παίξεις και πάλι βόλεϊ εδώ. Τι ήταν εκείνο που σε ώθησε στο να πάρεις το δρόμο της επιστροφής στη χώρα σου; Ε.Χ.: «Ο ΠΑΟΚ είναι ένας σύλλογος ο οποίος δείχνει να ενδιαφέρεται πάρα πολύ για το βόλεϊ και έχει πολύ μεγάλο όραμα για το μέλλον, κάτι που για έναν αθλητή είναι πολύ σημαντικό. Δεν αρκεί μόνο να είσαι καλά οικονομικά. Παρόλο που βρισκόμαστε στην Pre League, ο ΠΑΟΚ λειτουργεί σαν ένας σύλλογος της Volleyleague». - Έχεις περάσει από πολλές διαφορετικές χώρες. Έχεις ζήσει την αθλητική τους κουλτούρα και το πώς λειτουργεί το βόλεϊ εκεί. Είσαι η πλέον κατάλληλη να αναφερθεί στις βασικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο ελληνικό βόλεϊ και το εξωτερικό. Ε.Χ.: «Στο εξωτερικό τα πράγματα είναι πολύ πιο οργανωμένα. Υπάρχουν περισσότεροι προπονητές, γίνονται ατομικές προπονήσεις, υπάρχει μία συνεχής επένδυση. Εδώ το βόλεϊ στις γυναίκες δεν είναι επαγγελματικό. Είναι ερασιτεχνικό. Επομένως, δεν μπορείς να ζήσεις μόνο από αυτό. Στις χώρες που εγώ έχω παίξει, οι κοπέλες που έπαιζαν βόλεϊ ζούσαν και εξαρτούνταν από αυτό καθαρά. Εδώ στην Ελλάδα είναι δύσκολο να γίνουν ατομικές προπονήσεις το πρωί γιατί οι περισσότερες δουλεύουν για να τα βγάλουν εις πέρας. Κι εκ των πραγμάτων αυτό δημιουργεί πρόβλημα στο πώς δουλεύει μία ομάδα. Για να γίνεις καλύτερος παίκτης, πρέπει να έχεις ανταγωνισμό στην προπόνηση. Το κακό τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι η οικονομική κρίση που μαστίζει όλες τις ομάδες. Επομένως δεν είχαν εκείνες τη δυνατότητα να φέρουν καλές ξένες, που μπορούν να βοηθήσουν κι εμάς τις Ελληνίδες τόσο στη νοοτροπία όσο και στην πράξη, κι αυτό έριξε την ποιότητα του ελληνικού βόλεϊ. Παρά την πτώση, όμως, θεωρώ ότι τα τελευταία δυο χρόνια το ελληνικό πρωτάθλημα αρχίζει και ανακάμπτει». - Ποια θεωρείς ότι είναι τα πιο δυνατά στοιχεία του βόλεϊ στη χώρα μας, στα οποία πρέπει το ίδιο το άθλημα να επενδύσει; Ε.Χ.: «Έχουμε πολλές καλές Ελληνίδες παίκτριες οι οποίες μπορούν να πάνε το βόλεϊ μπροστά. Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ θετικό κι ελπιδοφόρο και αποδεικνύεται. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι η περσινή κατάκτηση του ευρωπαϊκού τίτλου από τον Ολυμπιακό, κάτι που έστειλε μήνυμα σχετικά με τις δυνατότητες των ελληνικών ομάδων. Θεωρώ δηλαδή ότι πρέπει οι ιθύνοντες να επενδύσουν στις Ελληνίδες παίκτριες, να τις δουλέψουν σωστά και σκληρά από μικρές ηλικίες ώστε να γίνουν αργότερα πολύ υψηλού επιπέδου αθλήτριες». - Το ελληνικό βόλεϊ εξακολουθεί να βρίσκεται σε περίοδο κρίσης όσον αφορά στα δικαιώματα των αθλητών, για τα οποία μάλιστα πολλοί από αυτούς δεν είναι καν ενημερωμένοι, με αποτέλεσμα να μην τα διεκδικούν. Πώς θεωρείς ότι μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα; Ε.Χ.: «Δυστυχώς, κυρίως οι γυναίκες δεν είναι ενημερωμένες. Εμείς δεν έχουμε καν συμβόλαια, έχουμε ιδιωτικά συμφωνητικά κι αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο μείον. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι να γίνει επαγγελματικό και το γυναικείο πρωτάθλημα και να μπορούμε να διεκδικούμε κι εμείς τα χρήματά μας και τα δικαιώματα που έχουμε, ώστε να έχουμε και δίκαιες συνεργασίες. Αυτό που πολλοί δεν ξέρουν και θα πρέπει να το γνωρίζουν είναι ότι αν μία παίκτρια ανήκει σε μία ομάδα, πρέπει να μείνει αρκετά χρόνια για να πάρει την ελευθέρας της! Και αυτό είναι μεγάλο «αγκάθι» διότι πολλοί παράγοντες κρατούν μία παίκτρια στην ομάδα τους, χωρίς να την οφελεί αυτή σε κάτι, για να πάρουν περισσότερα χρήματα. Και πολλές φορές δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους οι ομάδες και αναγκάζονται πάρα πολλές παίκτριες να μένουν σε συλλόγους χωρίς να το θέλουν. Σε χώρες όπως η Σερβία και η Βουλγαρία που έχουν πάρα πολύ καλούς παίκτες, μέχρι τα 18 τους ανήκουν στο σωματείο αλλά από εκεί και πέρα είναι ελεύθεροι να φύγουν. Εδώ μία παίκτρια είναι καταδικασμένη να πληρώσει από την τσέπη της για να πάρει την ελευθέρας της ή να χάσει την ευκαιρία να διεκδικήσει κάτι καλύτερο για το μέλλον της». - Οι άδειες εξέδρες είναι πάντοτε μία λυπηρή εικόνα κυρίως για τον αθλητή αλλά και για τον απλό φίλαθλο. Ακόμη και σε ομάδες υψηλής δημοτικότητας, δεν είναι παρά λίγες οι φορές που το γήπεδο γεμίζει. Τι πιστεύεις ότι θα μπορούσε να προσελκύσει περισσότερο κόσμο στους ελληνικούς αγώνες βόλεϊ; Ε.Χ.: «Θεωρώ ότι θα έπρεπε να γίνει λίγο πιο εμπορικό το άθλημα, με το να το διαφημίζουν περισσότερο, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να βάλουν και τον κόσμο στο παιχνίδι. Σε αυτό το κομμάτι εγώ έχω σαν εικόνα μου τη Βραζιλία, όπου κάθε αγώνας ήταν πραγματική γιορτή. Για παράδειγμα, ανάμεσα στα σετ υπήρχαν διάφορες δραστηριότητες με πρωταγωνιστές τους φιλάθλους. Διοργανώνονταν διαγωνισμοί όπου ο νικητής κέρδιζε π.χ. μία φανέλα της ομάδας. Και άλλα τέτοια μικρά παιχνιδάκια που ήταν πραγματικά υπέροχα κι έβλεπες τον κόσμο να διασκεδάζει, να περνάει καλά. Αυτά λείπουν από το ελληνικό βόλεϊ. Επίσης, θεωρώ ότι το άλφα και το ωμέγα είναι η τηλεόραση, διότι εκεί γίνεται η περισσότερη διαφήμιση. Αλλά πρέπει να γίνει πιο εμπορικό το άθλημα και αυτό χρειάζεται να το κυνηγήσουν οι άνθρωποι που το διοικούν. Και να παίζουν με τον κόσμο, το ξαναλέω. Να βάζουν τον φίλαθλο σε μία διαδικασία να χαίρεται γι’ αυτό που πάει να δει και να νιώσει μέρος του. Υπάρχουν πράγματα και μπορούν να βρεθούν πολλές ιδέες αν υπάρχει θέληση». - Είσαι αισόδοξη ότι το ελληνικό βόλεϊ μπορεί να μπει σε έναν ίσιο δρόμο και να βρει τον τρόπο να ανακάμπτει χρόνο με το χρόνο; Ε.Χ.: «Ναι, είμαι πάρα πολύ αισιόδοξη διότι φαίνεται πως υπάρχει ανάκαμψη και διάθεση να συνεχίσουμε σε αυτό το δρόμο. Και οι ομάδες και οι παίκτριες το επιθυμούν και το δείχνουν. Ήδη οι Εθνικές μας Ομάδες έχουν αρχίσει να ανεβαίνουν αρκετά, δηλαδή παίρνουμε νίκες, προκρινόμαστε σε μεγάλες διοργανώσεις και αυτό από μόνο του δείχνει πως το ελληνικό βόλεϊ έχει ζωντανή την ελπίδα». - Θα ήθελες να στείλεις κάποιο μήνυμα στις συναθλήτριες και τους συναθλητές σου για το έργο του ΠΑΣΑΠ; Ε.Χ.: «Πρέπει να είμαστε δίπλα στον ΠΑΣΑΠ όσο μπορούμε, διότι αν είμαστε όλοι μαζί είναι πιο εύκολο να πετύχει το έργο μας, παρά να προσπαθούν συγκεκριμένα μονο άτομα. Όλοι οι αθλητές πρέπει να είμαστε μαζί, ενωμένοι. Εύχομαι πραγματικά στον ΠΑΣΑΠ να πετύχει πράγματα που δεν είχαν επιτευχθεί στο παρελθόν και που θα βοηθήσουν πολύ το ελληνικό βόλεϊ». - Πώς φαντάζεσαι την Εύα Χαντάβα μετά από χρόνια; Κοντά στο άθλημα; Ε.Χ.: «Με τις σκέψεις που έχω τώρα, θεωρώ ότι θα είμαι κοντά στο άθλημα και αφότου σταματήσω. Αλλά είναι νωρίς, έχω ακόμη επτά χρόνια περίπου ως παίκτρια. Θέλω να είμαι κοντά στο χώρο, ναι. Τώρα σαν τι δεν το ξέρω. Θέλω να ασχοληθώ με παιδάκια (χαμογελάει)».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μάριος Μάντζος